τετράμνους
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ουν, (μνᾶ)
A worth or weighing four minae, Posidon. 13 J.
German (Pape)
[Seite 1098] von vier Minen, vier Minen schwer od. werth, Ath. XI, 466 c; s. Lob. Phryn. 553.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμνους: ουν, (μνᾶ) ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τεσσάρων μνῶν, Ἀθην. 466Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 553.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία τεσσάρων μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μνους (< μνᾶ), πρβλ. πεντά-μνους].