ἀστρολογικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for astronomy, ἐμπειρία, ἐπιστήμη, Arist. APr.46a19, APo.78b39; τὰ -κά Id.Cael.291b21.
German (Pape)
[Seite 378] die Astronomie betreffend; ἡ -ική, Sternkunde, Nicom. com. Ath. VII, 291 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρολογικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἀστρονομίαν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 7· ἡ ἀστρολογικὴ (ἐνν. ἐπιστήμη), = ἀστρολογία, αὐτόθι· τὰ ἀστρολογικὰ, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 11, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a la astronomía, astronómico, ἐμπειρία Arist.APr.46a19, ἐπιστήμη Arist.APo.78b39, σφαῖρα Plu.2.838d, μαθηματική Alex.Aphr.in Metaph.72.10
•subst. τὰ ἀ. Arist.Cael.291b21.
2 astrológico τὸ πινάκιν τὸ ἀστρολογικόν el horóscopo, BGU 1674.8 (II d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστρολογικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στην αστρολογία.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρολογικός: астрономический (θεωρήματα Arst.; σφαῖρα Plut.).