ὑπαΐδιος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
οἶκος,
A eternal, of the grave, IG5(1).734 (Sparta): or perh. underground (αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι (ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαΐδιος: οἶκος, ὁ ὑπὸ τὸν ᾅδην, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σπάρτης, Ἀθηναίου τ. Γ΄, 454.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» — αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐδιος «αιώνιος»].