γραμμάτιον

From LSJ
Revision as of 18:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτιον Medium diacritics: γραμμάτιον Low diacritics: γραμμάτιον Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: grammátion Transliteration B: grammation Transliteration C: grammation Beta Code: gramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of γράμμα, Luc.Merc.Cond.36.    II = γραμματεῖον, bond, contract, POxy.71.5 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 504] τό, dim. von γράμμα, Schriftchen (vgl. γραμματεῖον), Luc. Merc. cond. 36 u. sonst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γράμμα, Λουκ. Μισθ. Συν. 36.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de γράμμα.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 escrito breve, carta Charito 5.7.5, ἡ δὲ Μαντὼ ... γράφει γ. πρὸς τὸν Ἁβροκόμην X.Eph.2.5.1, ἐσφραγισμένον γ. Aesop.295, ἐγγράψαντα καὶ κατασημηνάμενον τὸ γ. πέμψαι ... εἰς Ἐκβατάνα Arr.An.7.18.2, ὁ Τουτίλας γράψας γραμμάτια πολλά Procop.Goth.3.9.20
nota, esquela amorosa τοῦ μοιχοῦ Luc.Merc.Cond.36, cf. DMeretr.10.2
libelo Iul.ad Ath.283b
escrito, moción en la asamblea Syn.Ep.66 (p.107.9, cf. 18).
2 documento de diversos tipos, esp. contractual τὸ γ. τῆς ἀπελευθερώσεως el acta de manumisión Char.5.7.4, ἐντολιμαῖον γ. documento de autorización, poder, procuración, PMasp.161.15 (VI d.C.), ὑποθηκιμαῖον γ. contrato pignoraticio, PYoutie 92.18 (VI d.C.), ἀγοραῖον γ. contrato de venta, PMasp.168.11 (VI d.C.)
obligación, título de deuda ἀπῄτησα Πανεμγέα χωρὶς οὐδενὸς γραμμα[τίου] δραχ(μὰς) ὀγδοήκοντα PWürzb.22.6 (II d.C.), κατὰ δύο γραμμάτια ὡμολόγησεν ἔχειν μου παρακαταθήκην POxy.71.5 (IV d.C.), κύριον τὸ γ. ἁπλοῦν γραφέν la obligación, redactada en copia única, es válida, POxy.1891.20 (V d.C.), cf. PSI 1122.29 (VI d.C.).

Greek Monotonic

γραμμάτιον: τό, υποκορ. του γράμμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

γραμμάτιον: τό записочка, письмецо Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμάτιον -ου, τό en γραμματεῖον γράμμα officieel document, petitie.

Middle Liddell

[Dim. of γράμμα, Luc.]