δειπνητής
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
comensal (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2), δ.· cenator, Gloss.2.267.
Greek Monolingual
δειπνητής, ο (Α) δειπνώ
1. αυτός που παραθέτει δείπνο
2. ο καλεσμένος σε δείπνο.
Russian (Dvoretsky)
δειπνητής: οῦ ὁ сотрапезник Polyb.