βασκάνιον

From LSJ
Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκάνιον Medium diacritics: βασκάνιον Low diacritics: βασκάνιον Capitals: ΒΑΣΚΑΝΙΟΝ
Transliteration A: baskánion Transliteration B: baskanion Transliteration C: vaskanion Beta Code: baska/nion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68.    II in pl., malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).

German (Pape)

[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.

Greek (Liddell-Scott)

βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.Fr.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos Ἀίδεω Epigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).

Greek Monolingual

βασκάνιον το (Α) βάσκανος
1. μέσο που προφυλάσσει από τη βασκανία
2. πληθ. τα μάγια.

Russian (Dvoretsky)

βασκάνιον: τό средство отведения злых чар, амулет Arph.