θαλπνός

From LSJ
Revision as of 18:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπνός Medium diacritics: θαλπνός Low diacritics: θαλπνός Capitals: ΘΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: thalpnós Transliteration B: thalpnos Transliteration C: thalpnos Beta Code: qalpno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.

English (Slater)

θαλπνός
   1 warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)

Greek Monolingual

θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θαλπνός: теплый, согревающий (ἁλίου ἄστρον Pind.).

Middle Liddell

θαλπνός, ή, όν θάλπω
warming, fostering, Pind.