εὐλυσία

From LSJ
Revision as of 18:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλῠσία Medium diacritics: εὐλυσία Low diacritics: ευλυσία Capitals: ΕΥΛΥΣΙΑ
Transliteration A: eulysía Transliteration B: eulysia Transliteration C: evlysia Beta Code: eu)lusi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A suppleness, ease of movement, D.L.6.70, Muson.Fr.19p.107H.; εὐ. κοιλίας a healthy motion of the bowels, Cic.Fam.16.18.1.    II release, redemption, opp. στένωσις, PFlor.296.21 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, das leichte Lösen, Gewandtheit im Lösen, Muson. Stob. fl. 484; D. L. 6, 70; κοιλίας, Bemühung sich offenen Leib zu erhalten, Cic. fam. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλῠσία: ἡ, εὐκολία περὶ τὸ λύειν, εὐκινησία, Διογ. Λ. 6. 70, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 19. 11· εὐλ. κοιλίας, ὑγιεινὸς βαθμὸς εὐκοιλιότητος, Κικ. Fam. 16. 18, 1.

Greek Monolingual

ευλυσία, ἡ (Α) εύλυτος
1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα
2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» — υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.)
3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις).

Russian (Dvoretsky)

εὐλῠσία:
1) легкость в движениях, подвижность Diog. L.;
2) очищение, опорожнение (κοιλίας Cic.).