στραγγεύομαι

From LSJ
Revision as of 23:12, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγεύομαι Medium diacritics: στραγγεύομαι Low diacritics: στραγγεύομαι Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: strangeúomai Transliteration B: strangeuomai Transliteration C: straggeyomai Beta Code: straggeu/omai

English (LSJ)

Med.,

   A loiter, delay, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι; Ar.Ach.126 (cj. Kuster; στραγεύγομαι cod. R, στρατεύομαι cett.); τί ταῦτ' ἔχων σ.; why do I keep loitering thus? Id.Nu.131 (στραγεύομαι codd. RV, στρατεύομαι codd. opt. Suid. s.v. ἰτητέον, στραγγεύομαι codd. deteriores Ar. et Suid. l.c.); σ. περὶ τὰς συμβολάς Macho ap. Ath.13.580e; = τριψημερεῖν, Hsch.; restd. for στρατεύομαι in Pl.R.472a, Zen.4.19, Ptol.Asc.p.401 H., Hsch. s.v. μαρηγηλλᾷ, Id. s.v. στρεύγει, Phot., Suid.s.v. ἢ δεῖ χελώνης, EM755.39; written στραγεύομαι, Ar. (v.l., v. supr.), PTeb. 713.5 (ii B.C.), Sm.Pr.24.10 (v.l.), Hsch., Sch.Ar.Nu. l.c. (cod. V), Suid. (codd. AV), Id. s.v. τευτάζειν, Eust.1441.59; στρατεύομαι (s.v.l.) has this sense in LXX Jd.19.8, BGU1127.28 (i B.C.), 1131.20 (i B.C.); στρατεύεσθαι (s.v.l.),= aginare, Gloss.    2 στραγγευομένη κάθαρσις coming slowly, Orib.Fr.138.    II Act. in med. sense, Sch.Ar.Lys.17 (restd. for ἐστράγευσεν, ἐστράτευσεν), Suid. s.v. κυπτάζειν, EM330.56 (restd. for στρατεύειν); = agino, Gloss. (στρατ-).

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεύομαι: μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., βραδύνω, ἀργοπορῶ, παραμένω, ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ στραγγεύομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. περί τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν στρεύγομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.

French (Bailly abrégé)

faire des détours de côté et d’autre, traîner en longueur, tergiverser.
Étymologie: στράγξ.

Greek Monotonic

στραγγεύομαι: Μέσ. (στράγξ), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., αργώ, αργοπορώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στραγγεύομαι: досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.

Middle Liddell

στραγγεύομαι, στράγξ
Mid. to squeeze oneself up, twist oneself, metaph. to keep loitering about, Ar.