ἀνεπιστασία
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἡ,
A inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
•falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
•insensatez Phld.Ir.p.33.
Greek Monolingual
ἀνεπιστασία, (AM)
έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστᾰσία: ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.