ἡρωικός

From LSJ
Revision as of 11:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρωικός Medium diacritics: ἡρωικός Low diacritics: ηρωικός Capitals: ΗΡΩΙΚΟΣ
Transliteration A: hērōikós Transliteration B: hērōikos Transliteration C: iroikos Beta Code: h(rwiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the heroes, κατὰ τοὺς ἡ. χρόνους (cf. ἥρως 1.1) Arist.Pol.1285b4; ἡ χλαῖνα ἡ. φόρημα Ammon.Diff. p.140V.    2 of or for a hero, heroic, φῦλον Pl.Cra.398e; ἡ. σώματα of heroic stature, Phld.Po.2.43; ἀρετή Arist.EN1145a20; ἡρωϊκὰ φρονεῖν Luc.Am.20. Adv. -κῶς like a hero, τελευτῆσαι τὸν βίον D.S. 2.45; cf. ἡροϊκός.    II in Metre, ἡ. στίχος heroic verse, hexameter, Pl.Lg.958e; μέτρον Arist.Po.1459b32; εἰς τὴν ἡ. τάξιν ἐπανῆχθαι to be brought into an Epic poem, D.60.9. Adv. -κῶς, τὴν τραγῳδίαν ἀναγνῶναι D.T.629.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς ἥρωας, κατὰ τοὺς ἡρ. χρόνους (ἴδε ἥρως Ι. 1) Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 11· ἡ χλαῖνα ἡρ. φόρημα ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 458, κτλ. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἥρωα, φῦλον Πλάτ. Κρατ. 398Ε· ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1· ἡρωϊκὰ φρονεῖν Λουκ. Ἔρωσ. 20. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς ἥρως, τελευτᾶν Διόδ. 2. 45· συγκρ. ἡρωικώτερον Θεοφύλ. Πρβλ. ἡροϊκός, ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἡρ. στίχος, ὁ ἑξάμετρος,· Πλάτ. Νόμ. 958Ε· μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 8· εἰς τὴν ἡρ. τάξιν ἐνανάγειν, μεταφέρειν εἰς ἐπικ. ποίημα, Δημ. 1391. 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἡρωϊκός, -ή, -όν) ήρως
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους»)
2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας
αρχ.
φρ.
1. «ἡρωϊκός στίχος» — ο εξάμετρος
2. «ἡρωϊκόν μέτρον» — το δακτυλικό εξάμετρο
3. «ἡρωϊκή τάξις» — επικό ποίημα.
επίρρ...
ηρωικώς και -ά (Α ἡρωϊκῶς)
με ηρωικό τρόπο, σαν ήρωας (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», Διόδ.).

Middle Liddell

ἡρωικός, ή, όν ἥρως
I. of or for a hero, heroic, Plat., etc.
II. metrically, ἡρ. στίχος the heroic verse, the hexameter, Plat.