δήλωμα
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ατος, τό,
A a means of making known, τινός Pl.Lg.792a, Plu.2.78e, etc.: pl., ib. 62d.
German (Pape)
[Seite 561] τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δήλωμα: τό, μέσον πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. αὐτόθι 620, κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
moyen de faire connaître.
Étymologie: δηλόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
A lingüíst., en las teorías semán.
I gestual manifestación, expresión c. gen. δ. του ... ἐγίγνετο, μιμησαμένου ... τοῦ σώματος ἐκεῖνο ὃ ἐβούλετο δηλῶσαι se producía una expresión de ello (el galope de un caballo) imitando el cuerpo lo que se quería mostrar Pl.Cra.423a, τοῖς ... παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί Pl.Lg.792a.
II verbal
1 representación, medio de expresión o descripción oral o por escrito δ. συλλαβαῖς καὶ γράμμασι πράγματος ὄνομα εἶναι Pl.Cra.433b, cf. 423b, 433d, δ. καὶ σύμβολον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πάντων Plu.2.391c, cf. 683e, σύμβολον καὶ τοῦτο λέγων αὐτῆς (ἀρχῆς), ἀλλ' οὐ δ. τι οἰκεῖον usando éste (término) como símbolo de este (principio) y no como descripción propia Dam.Pr.46
•significante op. σημαινόμενον ‘significado’, Dam.Pr.62.
2 información, noticias δηλώματός μοι παρα τῆς γυναικωνίτιδος ἥκοντος Gr.Nyss.V.Macr.p.411.23
•declaración, revelación πέμπει τοῖς ἀδελφοῖς ἑαυτοῦ τὰ δηλώματα, λέγων ὅτι· Gr.Nyss.Ref.Eun.346.16.
B 1representación artística o figurativa οὕτω ... αἰσθήσεως συνείπετο δ. así de perfecta era la representación de su mirada (de una estatua), Callistr.2, τῆς οὐρανίου καὶ αἰθερίου φύσεως Eus.PE 3.7.5.
2 signo, evidencia, prueba προκοπῆς Plu.2.77d, cf. 2.78e, φιλίας Plu.2.62d.
Greek Monolingual
δήλωμα, το (Α) δηλώ
τρόπος, μέσο να κάνει κάποιος γνωστό κάτι, το φανέρωμα.
Russian (Dvoretsky)
δήλωμα: ατος τό (при)знак, показатель, свидетельство (τοῖς παιδίοις τὸ δ. κλαυμοναὶ καὶ βοαί Plat.; ἀληθινῆς φιλίας δηλώματα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήλωμα -ατος, τό [δηλόω] verduidelijking.