μισθοπιπράσκω
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
English (LSJ)
A sell under long lease, pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι POxy.2136.4,14 (iii A. D.).
Greek Monolingual
μισθοπιπράσκω (Α)
πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»].