μισθοπιπράσκω
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
sell under long lease, pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι POxy.2136.4,14 (iii A. D.).
Greek Monolingual
μισθοπιπράσκω (Α)
πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»].