χρεάρπαξ
From LSJ
English (LSJ)
ᾰγος, ὁ,
A one who grasps at money, Man.4.330.
German (Pape)
[Seite 1370] ὁ, der Geld an sich Raffende, Maneth. 4, 330.
Greek (Liddell-Scott)
χρεάρπαξ: ᾰγος, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰ χρέη, τὰ χρήματα, δεινούς τε χρεάρπαγας ἐργολάβους τε Μανέθων 4. 330.
Greek Monolingual
-άγος, ὁ, Α
αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἅρπαξ (πρβλ. ὑδρ-άρπαξ, φιλ-άρπαξ)].