ἀποσκιασμός
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ὁ,
A the casting a shadow, ἀ. γνωμόνων measures of time by the shadow on the sun-dial, Plu.Per.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das Schattenwerfen, γνωμόνων Plut. Pericl. 6, die Zeitbestimmung durch den Schatten auf der Sonnenuhr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκιασμός: -οῦ, ὁ, τὸ ἀποσκιάζειν, ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρησις τοῦ χρόνου διὰ τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, Πλουτ. Περικλ. 6: - ὡσαύτως ἀποσκίᾰσις, ἡ, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
projection d’ombre.
Étymologie: ἀποσκιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
sombra proyectada, proyección γνωμόνων ἀποσκιασμούς sombras proyectadas por los gnómones (del reloj de sol), Plu.Per.6.
Greek Monotonic
ἀποσκιασμός: ὁ, επισκίαση· ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρηση του χρόνου μέσω της θέσης της σκιάς στο ηλιακό ρολόι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκιασμός: ὁ отбрасывание тени: ἀ. γνωμόνων Plut. определение времени по тени на солнечных часах.
Middle Liddell
[From ἀποσκιάζω
the casting a shadow, ἀπ. γνωμόνων measures of time by the shadow on the sun-dial, Plut.