νεκταροειδής
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ές,
A like nectar, πόμα IGRom.4.682 (Phrygia, ii A.D.).
Greek Monolingual
νεκταροειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -ειδής].