περιπηγής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ές,
A congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.
German (Pape)
[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.
Greek (Liddell-Scott)
περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής].