καλλίπυλος

From LSJ
Revision as of 10:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῠλος Medium diacritics: καλλίπυλος Low diacritics: καλλίπυλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: kallípylos Transliteration B: kallipylos Transliteration C: kallipylos Beta Code: kalli/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr.993.

German (Pape)

[Seite 1310] schönthorig, Θήβη Asclepiodt. (App. 16).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῠλος: -ον, ἔχων ὡραίας πύλας, Θήβη Ἀνθ. Π. παράρτ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles portes.
Étymologie: καλός, πύλη.

Greek Monolingual

καλλίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. μεγαλό-πυλος, υψί-πυλος].

Greek Monotonic

καλλίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπῠλος: с прекрасными вратами (Θήβη Anth.).

Middle Liddell

καλλί-πῠλος, ον πύλη
with beautiful gates, Anth.