μεσεγγυάω
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
Act. only in aor. inf.
A μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—deposit a pledge in the hands of a third party, in Pass., τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα being so deposited, Lys.29.6:—Med., μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον have one's money deposited in the hands of a third party, D. 39.3, cf. Antipho 6.50.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγῠάω: ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, Πολυδ. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς ἐγγύησις εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consigner un gage entre les mains d’un tiers;
Moy. μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.
Étymologie: μέσος, ἐγγύη.
Greek Monotonic
μεσεγγῠάω: Παθ. μτχ. αόρ. αʹ μεσ-εγγυηθείς, καταθέτω κάτι ως ενέχυρο στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγῠάω: давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν θρέμμα Plat.): ἀργύριον μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).
Middle Liddell
μεσ-εγγῠάω,
to deposit a pledge in the hands of a third party, Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον to have one's money deposited in the hands of a third party, Dem.