μυχοίτατος

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχοίτατος Medium diacritics: μυχοίτατος Low diacritics: μυχοίτατος Capitals: ΜΥΧΟΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mychoítatos Transliteration B: mychoitatos Transliteration C: mychoitatos Beta Code: muxoi/tatos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, ἷζε μυχοίτατος

   A in the farthest corner he used to sit, Od.21.146.

German (Pape)

[Seite 224] superl. zu μύχιος, παρὰ κρητῆρι ἷζε μυχοίτατος, er saß im Innersten, d. i. am weitesten vom Eingang ab, Od. 21, 146.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχοίτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, μυχοίτατος ἷζε, ἐκάθισεν ἐνδότατος εἰς τὴν ἐνδοτάτην γωνίαν, Ὀδ. Φ. 146.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui est tout au fond.
Étymologie: μυχός.

English (Autenrieth)

sup. formed from the locative of μυχός: inmost (in the men's hall), farthest away (from the rest and from the entrance), Od. 21.146†.

Greek Monolingual

μυχοίτατος, -άτη, -ον (Α)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) μυχαίτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής μυχοῖ.

Greek Monotonic

μῠχοίτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του μύχιος, αυτός που βρίσκεται στην εσώτατη, την πιο απομακρυσμένη γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μῠχοίτατος: [superl. locat. *μυχοῖ от μυχός самый крайний: ἷζε μ. Hom. он сидел на краю (стола), т. е. вдали от остальных.

Middle Liddell

μῠχοίτατος, η, ον [irreg. Sup. of μύχιος
in the farthest corner, Od.