συγκατασβέννυμι
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu.2.648b:— Pass., to be extinguished with, c. dat., ib.973d.
German (Pape)
[Seite 965] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσθαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19
French (Bailly abrégé)
éteindre avec.
Étymologie: σύν, κατασβέννυμι.
Greek Monolingual
ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].
Russian (Dvoretsky)
συγκατασβέννῡμι: досл. одновременно гасить, перен. ослаблять (τὸν ἄκρατον Plut.): συγκατεσβέσθαι Plut. (о слухе или голосе) одновременно замереть, прекратиться.