παυσάνεμος

From LSJ
Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσάνεμος Medium diacritics: παυσάνεμος Low diacritics: παυσάνεμος Capitals: ΠΑΥΣΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: pausánemos Transliteration B: pausanemos Transliteration C: pafsanemos Beta Code: pausa/nemos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.

Greek (Liddell-Scott)

παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend.

Middle Liddell

παυσ-άνεμος, ον,
stilling the wind, θυσία Aesch.