Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκόπλευρος

From LSJ
Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπλευρος Medium diacritics: χαλκόπλευρος Low diacritics: χαλκόπλευρος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: chalkópleuros Transliteration B: chalkopleuros Transliteration C: chalkoplevros Beta Code: xalko/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs d’airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].

Greek Monotonic

χαλκόπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο κάλπη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπλευρος: меднобокий (τύπωμα Soph.).

Middle Liddell

χαλκό-πλευρος, ον, πλευρά
with sides of brass, τύπωμα χαλκ., of a cinerary urn, Soph.