ἀντωθέω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A push in the contrary direction, Hp.Fract.39, cf. Ph.2.354:—Pass., τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Arist.GA768b19, cf. Mech.851a3:— Med., push one against another, Theopomp.Hist.283.
German (Pape)
[Seite 265] (s. ὠθέω), dagegen, zurückstoßen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωθέω: ὠθῶ ἐναντίον ἢ ὀπίσω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776: - Παθ., τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 18, πρβλ. Μηχ. 31, 1: - Μέσ., ὠθῶ τινα κατά τινος ἄλλου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 125. ΙΙ. ἐναντιοῦμαι, Φίλων 1. 14.
Spanish (DGE)
empujar en dirección contraria en las luxaciones, Hp.Fract.39, Art.27, Gal.18(1).324
•en v. pas. τὸ ὠθοῦν ἀντωθεῖται Arist.GA 768b19, κώπη ... ὑπ' ἐκείνου ἀντωθουμένη Arist.Mech.851a3, de las corrientes ἀντωθεῖται ὑπ' ἀλλήλων Arist.Pr.932a16
•en v. med. apelotonarse uno contra otro de unas colinas, Theopomp.Hist.263.
Russian (Dvoretsky)
ἀντωθέω: отталкивать, отбрасывать (ἀντωθεῖσθαι ὑπ᾽ ἀλλήλων Arst.).