ἐπένδυμα

From LSJ
Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπένδῠμα Medium diacritics: ἐπένδυμα Low diacritics: επένδυμα Capitals: ΕΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: epéndyma Transliteration B: ependyma Transliteration C: ependyma Beta Code: e)pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.

German (Pape)

[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.

Greek Monolingual

το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.

Greek Monotonic

ἐπένδῠμα: -ατος, τό, πανωφόρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπένδῠμα: ατος τό эпендима (род верхнего платья) Plut.

Middle Liddell

ἐπένδῠμα, ατος, τό,
an upper garment, Plut. [from ἐπενδύ¯νω]