ἐπικατακλύζω
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
A overflow besides, τὴν Ἀσίην πᾶσαν Hdt.1.107.
German (Pape)
[Seite 946] noch dazu überschwemmen, Ἀσίην Her. 1, 107.
French (Bailly abrégé)
inonder.
Étymologie: ἐπί, κατακλύζω.
Greek Monolingual
ἐπικατακλύζω (Α)
κατακλύζω επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπικατακλύζω: υπερχειλίζω, τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατακλύζω: (также) наводнять, затоплять (τὴν Ἀσίαν πᾶσαν Her.).