Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑκατονταρχία

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτονταρχία Medium diacritics: ἑκατονταρχία Low diacritics: εκατονταρχία Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: hekatontarchía Transliteration B: hekatontarchia Transliteration C: ekatontarchia Beta Code: e(katontarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A post of a centurion, Onos.34.2(pl.), D.C.78.5.    II centurion's command, century, J.BJ3.6.2, Ph.2.33 (pl.).    2 body of 128 light-armed troops, Ascl.Tact.6.3, etc.

German (Pape)

[Seite 752] ἡ, 1) das Amt des Centurio, D. Cass. 78, 5. – 2) die Centurie, D. Cass. 48, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτονταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἑκατοντάρχου, Δίων Κ. 78. 5. ΙΙ. ἑκατοντὰς στρατιωτῶν, λόχος ἐξ ἑκατὸν ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 48. 42.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit.
1 compañía ligera de infantería compuesta por 128 hombres, Ascl.Tact.6.3.
2 centuria διανείμας εἰς ἑκατονταρχίας Ph.2.33, esp. en el ejército rom.: I.BI 3.117, D.H.9.10.2, PStras.647.10 (II d.C.), ἀκτάριος σπείρης ... ἑκατονταρχίας Ἀπολιναρίου BGU 741.5 (II d.C.), στρατιώτης λεγιῶνος ... ἑκατονταρχίας Αἰμιλίου Ἀμμωνίου PSI 704.4 (II d.C.), στρατιώτης χώρτης ᾱ Λυ(σι)τα[νῶν] (ἑκατονταρχίας) Σερήνου El Kanaïs 59.bis.3 (II d.C.), cf. SB 8514.9 (Talmis I d.C.), Koptos 52.6 (I d.C.).
3 centurionazgo, cargo de centurión Onas.34.2, D.C.78.5.3.

Greek Monolingual

η (AM ἑκατονταρχία)
1. το έργο ή αξίωμα του εκατόνταρχου
2. η διάρκεια της εξουσίας, η θητεία του εκατόνταρχου
3. υποδιαίρεση τών αρχαίων Ρωμαίων, στρατιωτική ή πολιτική, η οποία αποτελείται από εκατό στρατιώτες, πολίτες ή οικογένειες
αρχ.
λόχος από εκατό στρατιώτες.