πολυπενθής

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπενθής Medium diacritics: πολυπενθής Low diacritics: πολυπενθής Capitals: ΠΟΛΥΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: polypenthḗs Transliteration B: polypenthēs Transliteration C: polypenthis Beta Code: polupenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-mourning, ἀλκυών Il.9.563, cf. Od.14.386; θυμός 23.15; of events, very lamentable, π. μόρος A.Pers.547 (anap.): Sup. -έστατος Plu.2.114f.

German (Pape)

[Seite 668] ές, viel od. sehr trauernd; ἀλκυών, Il. 9, 563; voc. πολυπενθές Od. 14, 386; πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν, 23, 15; leiden-, trauerreich, μόρος, Aesch. Pers. 539; auch Plut., πολυπενθέστατοι, neben βαρυλυπότατοι, Cons. ad Apoll. p. 351; – sehr betrauert, Maneth. 6, 166.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπενθής: -ές, ὁ πολὺ πενθῶν, ὁ πολλὰς λύπας ἐν ἑαυτῷ ἔχων, πολυπαθής, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα Ἰλ. Ι. 563· γέρον πολυπενθὲς Ὀδ. Ξ. 386· πολυπενθέα θυμὸν Ψ. 15· ἐπὶ γεγονότων, π. μόρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· ― Ὑπερθ. -έστατος Πλούτ. 2. 114F.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une grande douleur;
2 lamentable;
Sp. πολυπενθέστατος.
Étymologie: πολύς, πένθος.

English (Autenrieth)

ές: much-mourning, deeply mournful, Il. 9.563, Od. 23.15.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ.
β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ.
γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.)
2. (για γεγονότα) πολυθρήνητοςμόρον τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο-πενθής, βαρυ-πενθής].

Greek Monotonic

πολῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που έχει μεγάλο πένθος, εξαιρετικά θλιμμένος, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπενθής:
1) глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий (ἀλκυών, θυμός Hom.);
2) весьма тяжелый, мучительный (μόρος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπενθής -ές [πολύς, πένθος] veel treurend:. πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν diepbedroefd zijn Od. 23.15. beklagenswaardig:. μόρος het beklagenswaardige lot Aeschl. Pers. 547.

Middle Liddell

πολῠ-πενθής, ές πένθος
much-mourning, exceeding mournful, Hom., Aesch.