στρεψαύχην
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A neck-twisting, Theopomp.Com.54.
German (Pape)
[Seite 954] ενος, ὁ, ἡ, mit gedrehtem, gewundenem Halse, κώθων, Theopomp. com. bei Ath. XI, 483 e.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ στρέφων, περιστρέφων τὸν αὐχένα, ἴδε ἐν λέξ. κώθων.
Greek Monolingual
-ενος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που στρέφει τον αυχένα
2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» — δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αορ. ἐ-στρεψ-α του στρέφω + αύχήν, -ένος].