ἐπίκλιντρον

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκλιντρον Medium diacritics: ἐπίκλιντρον Low diacritics: επίκλιντρον Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΤΡΟΝ
Transliteration A: epíklintron Transliteration B: epiklintron Transliteration C: epiklintron Beta Code: e)pi/klintron

English (LSJ)

τό,

   A couch, arm-chair, Ar.Ec.907 (lyr.), Fr.44, IG22.1541.26 (iv B.C.); but, straight-backed chair, Gal.18(1).344.    II. back of a couch or chair, IG11 (2).144 A 66, B 8 (Delos, iv B.C.), Gp.13.14.9.

German (Pape)

[Seite 950] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκλιντρον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «ἐπίκλιντρον ῥητέον, οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου αὐτόθι σ. 132.

Greek Monolingual

ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) επικλίνω
1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
2. κάθισμα με όρθια πλάτη
3. η πλάτη του καθίσματος, το ερεισίνωτο.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκλιντρον: τό ложе, постель Arph.