παρεμμαίνομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Pass.,
A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.
German (Pape)
[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
Greek Monolingual
Α εμμαίνομαι
κατέχομαι κάπως από μανία.