διαλλακτήρ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A mediator, A.Th.908 (lyr.), OGI 43.2 (iii B.C.), D.H.2.76, App.Mac.4, Poll.1.153.
German (Pape)
[Seite 587] ῆρος, ὁ, Aussöhner, Friedensstifter, Aesch. Spt. 908; Dion. Hal. 2, 76.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλακτήρ: ὁ, μεσίτης πρὸς διαλαγήν, συνδιαλλακτής, Ἡρόδ. 4. 161, Αἰσχύλ. Θήβ. 908.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conciliateur, médiateur, arbitre.
Étymologie: διαλλάσσω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 conciliador, mediador διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις el conciliador no (deja de merecer) el reproche de sus amigos A.Th.908.
2 polít. y jur. árbitro, mediador δικαστὰς καὶ διαλλ[ακτῆρας τοὺ] ς διακρι<ν>οῦντας περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.2 (III a.C.), εἴ τις αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους συνέστη πόλεμος διαλλακτῆρας ἐποιοῦντο Ῥωμαίους D.H.2.76, cf. App.Mac.4.
Greek Monotonic
διαλλακτήρ: ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
διαλλακτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = διαλλακτής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλλακτήρ -ῆρος, ὁ [διαλλάττω] bemiddelaar.
Middle Liddell
[from διαλάσσω]
a mediator, Hdt., Aesch.