ἀμφιθάλπω

From LSJ
Revision as of 14:48, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθάλπω Medium diacritics: ἀμφιθάλπω Low diacritics: αμφιθάλπω Capitals: ΑΜΦΙΘΑΛΠΩ
Transliteration A: amphithálpō Transliteration B: amphithalpō Transliteration C: amfithalpo Beta Code: a)mfiqa/lpw

English (LSJ)

   A warm on both sides, cherish, Luc.Trag.28.

German (Pape)

[Seite 139] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω τι ἀμφοτέρωθεν, θεραπεύω, περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 (ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἡ πορφύρα ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
réchauffer en enveloppant.
Étymologie: ἀμφί, θάλπω.

Spanish (DGE)

caldear por todos lados, fig. cuidar, mimar σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.Trag.28.

Greek Monolingual

ἀμφιθάλπω (Α)
1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές
2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλπω.

Greek Monotonic

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή περιποιούμαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθάλπω:
1) нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);
2) согревать, лелеять (τινά Luc.).

Middle Liddell


to warm on both sides, or thoroughly, Eur.