καταρέζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
poet. for καταρρέζω.
German (Pape)
[Seite 1374] s. καταῤῥέζω, u. so ähnl.
Greek (Liddell-Scott)
καταρέζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταρρέζω.
English (Autenrieth)
part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.
Greek Monolingual
καταρέζω (Α)
ποιητ. τ. του καταρρέζω.
Greek Monotonic
καταρέζω: Επικ. αντί καταρρέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρέζω poët. voor καταρρέζω.
Russian (Dvoretsky)
καταρέζω: эп. = καταρρέζω.