κλιμακηδόν

From LSJ
Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκηδόν Medium diacritics: κλιμακηδόν Low diacritics: κλιμακηδόν Capitals: ΚΛΙΜΑΚΗΔΟΝ
Transliteration A: klimakēdón Transliteration B: klimakēdon Transliteration C: klimakidon Beta Code: klimakhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κλῖμαξ)

   A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.

German (Pape)

[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.

Greek Monolingual

(AM κλιμακηδόν)
επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη-ηδόν, σωρ-ηδόν)].