σκιαδηφόρος

From LSJ
Revision as of 19:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰδηφόρος Medium diacritics: σκιαδηφόρος Low diacritics: σκιαδηφόρος Capitals: ΣΚΙΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skiadēphóros Transliteration B: skiadēphoros Transliteration C: skiadiforos Beta Code: skiadh/foros

English (LSJ)

(parox.), ον, (σκιάς)

   A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib.134 (but σκιαδοφόροι ib.174).    II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.

German (Pape)

[Seite 897] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰδηφόρος: -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων σκιάδειονἀνθήλιον, ἐκαλοῦντο δὲ οὕτως αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, Πολυδ. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ αὐτόθι 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. σκαφηφόρος. ΙΙ. καθόλου, ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des rameaux en ombelle.
Étymologie: σκιάς, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σκιαδοφόρος.