φιλόχωρος

From LSJ
Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχωρος Medium diacritics: φιλόχωρος Low diacritics: φιλόχωρος Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: philóchōros Transliteration B: philochōros Transliteration C: filochoros Beta Code: filo/xwros

English (LSJ)

ον,

   A fond of a place, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].

Greek Monotonic

φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.

Middle Liddell

φῐλό-χωρος, ον, χώρα
fond of a place.