ἐμπεριγράφω

From LSJ
Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριγράφω Medium diacritics: ἐμπεριγράφω Low diacritics: εμπεριγράφω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: emperigráphō Transliteration B: emperigraphō Transliteration C: emperigrafo Beta Code: e)mperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A comprehend in a thing, v.l. for συμπ-, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.

German (Pape)

[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.

Spanish (DGE)

circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.

Greek Monolingual

ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.