βουδόκος

From LSJ
Revision as of 22:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουδόκος Medium diacritics: βουδόκος Low diacritics: βουδόκος Capitals: ΒΟΥΔΟΚΟΣ
Transliteration A: boudókos Transliteration B: boudokos Transliteration C: voudokos Beta Code: boudo/kos

English (LSJ)

ον,

   A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.

German (Pape)

[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).

Spanish (DGE)

-ον
capaz de contener un buey, e.e. enorme ἐχῖνος Call.SHell.268.

Greek Monolingual

βουδόκος, -ον (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)].