φαλίπτει
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: φαλίπτει | Medium diacritics: φαλίπτει | Low diacritics: φαλίπτει | Capitals: ΦΑΛΙΠΤΕΙ |
Transliteration A: phalíptei | Transliteration B: phaliptei | Transliteration C: faliptei | Beta Code: fali/ptei |
μωραίνει, Hsch. φαλίσσομαι, (φαλός) Pass.,
A to be white, Id. φάλκη, ἡ, bat, Id.; also = ὁ τῆς κόμης αὐχμός, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μωραίνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός «μωρός». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί φαλίττει].