ἀναπλήθω
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
poet. for ἀναπίμπλημι, Q.S.11.312. 2 intr., to be full, Id.13.22.
German (Pape)
[Seite 202] = ἀναπίμπλημι, bes. besudeln, Heliodor.; intrans., voll sein, Qu. Sm. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλήθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναπίμπλημι, κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (διότι τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ ἀναπίμπλημι. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι πλήρης, ὁ αὐτ. 13. 22.
Spanish (DGE)
llenar, cubrir ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)
•en v. med. llenarse, cubrirse πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312.