ἡμετέρειος

From LSJ
Revision as of 17:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμετέρειος Medium diacritics: ἡμετέρειος Low diacritics: ημετέρειος Capitals: ΗΜΕΤΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hēmetéreios Transliteration B: hēmetereios Transliteration C: imetereios Beta Code: h(mete/reios

English (LSJ)

ον,= ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.

German (Pape)

[Seite 1166] der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμετέρειος: -ον, = ἡμεδαπός, Ἀνακρ. 75, Ἀναξανδρίδ. Γεροντ. 1.

Greek Monolingual

ἡμετέρειος, -ον (Α)
ημεδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπ-ειος, ταρτάρ-ειος)].

Russian (Dvoretsky)

ἡμετέρειος: Anacr. = ἡμεδαπός I.