discontented
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English > Greek (Woodhouse)
adjective
morose: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος, P. δύστροπος.
angry: Ar. and P. χαλεπός, P. and V. πικρός.
be discontented, v.: P. δυσχεραίνειν, Ar. and P. σχετλιάζειν, δυσκολαίνειν (Plato).