βαυκάλημα

From LSJ
Revision as of 14:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλημα Medium diacritics: βαυκάλημα Low diacritics: βαυκάλημα Capitals: ΒΑΥΚΑΛΗΜΑ
Transliteration A: baukálēma Transliteration B: baukalēma Transliteration C: vafkalima Beta Code: bauka/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A lullaby, Socr.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arrullo ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.Ep.25.2.

Greek Monolingual

το (AM βαυκάλημα) βαυκαλώ
τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα
νεοελλ.
1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση
2. αβάσιμη ελπίδα.