διαδραματίζω

From LSJ
Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρᾱμᾰτίζω Medium diacritics: διαδραματίζω Low diacritics: διαδραματίζω Capitals: ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: diadramatízō Transliteration B: diadramatizō Transliteration C: diadramatizo Beta Code: diadramati/zw

English (LSJ)

   A finish acting a play, M.Ant.3.8, D.L.3.56.

German (Pape)

[Seite 577] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

διαδρᾱμᾰτίζω: παριστῶ δρᾶμά τι μέχρι τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.

Spanish (DGE)

representar en su totalidad una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.

Greek Monolingual

διαδραματίζω)
νεοελλ.
1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος
2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις
3. διαδραματίζομαι
εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο)
αρχ.
παριστάνω δράμα μέχρι τέλους.

Russian (Dvoretsky)

διαδρᾱμᾰτίζω: играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).