δουλωτικός
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ή, όν, A pertaining to service, πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν servil, propio de esclavo πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δουλωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
υπάκουος
αρχ.-μσν.
εξυπηρετικός.