Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάπνιος

From LSJ
Revision as of 22:02, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνιος Medium diacritics: κάπνιος Low diacritics: κάπνιος Capitals: ΚΑΠΝΙΟΣ
Transliteration A: kápnios Transliteration B: kapnios Transliteration C: kapnios Beta Code: ka/pnios

English (LSJ)

(sc. ἄμπελος), ἡ,    A v. κάπνειος.    II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.

Greek Monolingual

κάπνιος, ἡ (Α)
βλ. κάπνειος.