καμηλοκόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A keeping camels, Eust.ad D.P.954.
German (Pape)
[Seite 1316] Kameele wartend, Eust. D. Per. 954.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλοκόμος: -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.
Greek Monolingual
καμηλοκόμος, ὁ (Μ)
αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.