κατάφορτος

From LSJ
Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφορτος Medium diacritics: κατάφορτος Low diacritics: κατάφορτος Capitals: ΚΑΤΑΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: katáphortos Transliteration B: kataphortos Transliteration C: katafortos Beta Code: kata/fortos

English (LSJ)

ον,    A laden with, τινος J. Vit.26.

German (Pape)

[Seite 1389] mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφορτος: -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφορτος, -ον)
φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντί-φορτος, έμ-φορτος].